- κρησάρα
- η сито
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρησάρα — κρησάρα, η και κρησαρίστρα, η λεπτό κόσκινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρησάρα — η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα) λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα έρα (πρβλ. διφθ έρα, χολ έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση τού θ.… … Dictionary of Greek
κρησαρίζω — [κρησάρα] κοσκινίζω το αλεύρι με κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησαρίστρα — η [κρησαρίζω] 1. κρησάρα 2. γυναίκα που κοσκινίζει το αλεύρι με κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησαριστός — ή, ό [κρησαρίζω] 1. κοσκινισμένος με την κρησάρα, κρησαρισμένος («κρησαριστό αλεύρι») 2. φρ. «κρησαριστό ψωμί» ψωμί που παρασκευάστηκε από αλεύρι που κοσκινίστηκε με την κρησάρα … Dictionary of Greek
ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος … Dictionary of Greek
αλευρόσητα — η σήτα, κόσκινο αλεύρων, κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + σήτα] … Dictionary of Greek
αλευρόττησις — ἀλευρόττησις, η (Α) 1. κόσκινο τού αλευριού, σήτα, κρησάρα 2. ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, άχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + (δια )ττῶ «κοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά … Dictionary of Greek
κρησάρισμα — το [κρησαρίζω] το κοσκίνισμα με την κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησέρα — κρησέρα, ἡ (Α) βλ. κρησάρα … Dictionary of Greek